Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ἐσταμάτησεν


Ερμηνεία:

[σταμάτησε, γ΄ενικό πρόσωπο του ρήματος σταματάω, σταματώ (ανακόπτω την πορεία προς τα εμπρός, ακινητοποιούμαι, παύω να κινούμαι ή να λειτουργώ, στέκομαι, κάνω κάποιον να σταθεί, να διακόψει την κίνησή του, την ενέργειά του την πορεία του, αναστέλλομαι, ανακόπτομαι αναχαιτίζομαι, ανακόπτω, αναχαιτίζω)]



Ετυμολογία:

[Μεσαιων. σταματώ < στάμα, (Όμηρ.) ίστημι (στήνω)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... Τότε μ᾿ ἐβίασε φιλικῶς νὰ λάβω ὀνάριον, τὸ ὁποῖον ἐσταμάτησεν εἰς τὸν δρόμον. [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)] 



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: